τελωνίας

τελωνίας
τελωνίᾱς , τελωνία
office of
fem acc pl
τελωνίᾱς , τελωνία
office of
fem gen sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • τελωνιάς — άδος, ἡ, Α 1. η τελωνική* 2. φρ. «μᾱζα τελωνιάς» η καλή τροφή και η πλούσια ζωή τών τελωνών (Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τελώνης + κατάλ. ιάς (πρβλ. σεβαστ ιάς)] …   Dictionary of Greek

  • τελωνιάδος — τελωνιάς of tolls fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”